|
Σάρα, μάρα και του Θεού κατάρα |
|
|
Άγιος Νικόλας φώναξε, Βαρβάρα απολογήθη και συ μικρέ Σαββατιανέ φύγε από την μέση.
|
|
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί. |
|
Κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι έλαχε μέρα Σάββατο. |
|
Το γέλιο της Παρασκευής εν κλάμα του Σαββάτου |
|
Το κλάμα της Παρασκευής εν γέλιο του Σαββάτου |
|
Σαββάτο να ‘ναι μάστορα κι ας είν’ και χίλιες ώρες.
|
|
Άγια Βαρβάρα γέννησε, κι Αη-Σάββας το εδέχθη, κι ο Αη-Νικόλας έτρεχε να πάει να το βαφτίσει… |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, Νικόλας απολογήθη κι εσύ κακόσαββα πού βρέθηκες στη μέση; |
|
Άγια Βαρβάρα μίλησε, κι Αη-Σάββας αποκρίθη, κι άγιος Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος. |
|
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; |
|
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει, Αϊ-Σάββας σαβανώνει κι ο Αϊ- Νικόλας παραχώνει. |
|
Βαρβάρα βαρβαρώνει, Σάββας σαβανώνει, Νικόλας παραχώνει |
|
Σάρα, μάρα τζαι η κουτσή Μαρία |
|
Η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα |
|
ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα |
|
Ετούρκεψε ο Σουλτάνος;
|
|
Ο φτωχός κοιμάται στον αχυρώνα κι ονειρεύεται πως είναι σουλτάνος |
|
Χόρεψε, μωρή Σουσού, τα κουρέλια απίσω σου |
|
Της Αγίας Σοφιάς, πάρε κοφίνι να τρυγάς. |
|
Απ’ του Αϊ – Σπυρίδωνα η μέρα μεγαλώνει σπυρί – σπυρί. |
|
Άγιε Νικόλα βόηθα με, Βαρβάρα μου λυπήσου με και συ καημένε Σπυρίδωνα θυμήσου με.
|
|
Όπως μου ’πε ο μπάρμπας μου ο Σταμάτης, όντες μ’ είχες ας μ’ εκράτεις |
|
Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο και αφέντη τσουτσουλομύτη! |
|
Απ’ του Σταυρού και πέρα άλλαξε ο βλάχος βέρα. (στρούγκα) |
|
Ήρθε του Σταυρού, τέλος του Καλοκαιριού.
|
|
Του Σταυρού μέχρι τ’ Αγιανιού ήρθε η ώρα τ’ αμπελιού.
|
|
Του Σταυρού κοίτα κι από του Αη –Γιωργιού ξεκοίτα
|
|
Του Σταυρού, άλλος νοικοκύρης εδώ κι άλλος αλλού.
|
|
Ότι του φανεί του λωλο Στεφανή |
|
Όπου τάβλα και ποτήρι, δέξου και τον κυρ-Σωτήρη.
|
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, του Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
Τ’ Αηλιός καρύδι, της Σωτήρος σταφύλι και της Παναγιάς σύκο. |
|
|
Φαντάζομαι πως ο Σίσυφος ήταν ευτυχισμένος.
|
|
Πλάτων
Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον. |
|
Ισοκράτης
Σοφία μόνον κτημάτων αθάνατον. |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Αριστοτέλη
Τρεις δε και σκηνογραφίαν Σοφοκλής.
|
|
Πλάτων
Σωκράτης μαινόμενος. |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
|
Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;
|
|
Σιβυλλική απάντηση |
|
Σισύφειος προσπάθεια
|
|
Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. |
|
Δεν έμεινε πετεινός στη Σύβαρη |
|
Νενίκηκά σε Σολομών |
|
Ζει σαν σουλτάνος
|
|
Τρως, Σούζη τρως. Και ψεύδεσαι και τρως. |
|
Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου |
|
Σοφία Σολομώντος |
|
Ιδού ο Σπάρτακος |
|
Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι. |
|
Στεντόρεια φωνή |
|
Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι.
|
|
Είναι αργά για δάκρυα Στέλλα
|
|
Στύλλον, στύλλον, άνεση |
|
Θα μπορούσα να ανταλλάξω όλη μου την τεχνολογία για ένα απόγευμα με τον Σωκράτη. |