|
Αν σου αρέσει μπάρμπα Λάμπρο, ξανά πέρνα από την Άνδρο |
|
|
Ποττέ του αβκόν εν έδωκεν, μήτε τ΄άι Λαζάρου. |
|
Με τη φωνή και ο Λάζαρος |
|
Ξαναζωντάνεψε σαν τον Λάζαρο
|
|
Κέρινος ή Κίτρινος σαν τον Λάζαρο |
|
Να μη ζηλέψεις τη Λαμπρή γυναίκα και τον Απριλομάη φοράδα. |
|
Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ' αυγά. |
|
Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή. |
|
Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει. |
|
Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα, και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα.
|
|
Τη Γέννηση την άβρεχη, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη , τα πάντα ‘φτυχισμένα.
|
|
Απ’ το Γενάρη ως τη Λαμπρή, δεν έχει σχόλη και γιορτή.
|
|
Άσχημη η Λαμπρή όταν βρέχει κι ο φτωχός όταν δεν έχει.
|
|
Γλυκός η ν-ύπνους την αυγή, γυμνός η κώλους τη Λαμπρή.
|
|
Γλυκός ο ύπνος την αυγή, ζόρκος ο κώλος τη Λαμπρή. |
|
Γλυκός ύπνος την αυγή, παλιά ρούχα τη Λαμπρή.
|
|
Γλυκός ύπνος το πρωί, χωρίς φαΐ τη Λαμπρή.
|
|
Έχεις γρόσια στο πουγκί, όθε θες κάνεις Λαμπρή.
|
|
Καλός ο ύπνος το πρωί, παλιά παπούτσια τη Λαμπρή.
|
|
Κατά που λέει το χαρτί κι ομολογάει η φλάσκα, ούτε και πέρυσι Λαμπρή ούτε και φέτο Πάσχα.
|
|
Μαθημένου είνι τ’ αρνί να κουρεύγιτι κ’ Λαμπρή. |
|
Να ’ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη. |
|
Σαν είν’ τα Φώτα φωτεινά, πάντα η Λαμπρή δροσάτη.
|
|
Της νύφης τα προικιά σαν της Λαμπρής τ’ αυγά.
|
|
Αν σ’ αρέσει μπαρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο |
|
Έγινε ο λύχνος θυμιατό κι η κουτσουλιά λιβάνι |
|
Βούννου-Βούννου δουλαππάτζιμ μου, να κάμνεις την οντζιάσ σου, να φας τηγ καυκαλλιάσ σου· βρε Λοϊζή, που είσαι και γυρίζεις τζέν έρκεσαι να φας όρνιθαμ με το ρύζι. |
|
Έγινε Λούης |
|
Αν βρέξει τ’ Αϊ – Λουκά, χέσε μέσα στα βρακιά. |
|
Τ' Άη Λουκά σπείρε κουτσιά |
|
|
Ιωάννης Στοβαίος
Λάμπις ο ναύκληρος ερωτηθείς πώς εκτήσατο τον πλούτον: «Ου χαλεπώς», έφη, «τον μέγαν. Το δε βραχύν επιπόνως». |
|
Είς, αλλά λέων. |
|
Αριστοτέλη
Αεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν.(κακόν)
Πάντα κάτι καινούργιο (κακόν) έρχεται από την Λιβύη (Αφρική).
|
|
Η Μόνα Λίζα μοιάζει σαν να ήταν άρρωστη ή σαν να πρόκειται να αρρωστήσει.
|
|
Χρειάστηκαν περισσότεροι από ένας άντρες για να μου αλλάξουν το όνομα σε «Σαγκάη Λίλι».
|
|
|
Λάζαρε δεύρο έξω |
|
Τσου (ή σου) ρε Λάκη |
|
Έχει κορμί λαμπάδα |
|
Είναι Λαμπρογεννημένη |
|
Γεννήθηκε μέρα Λαμπρή.
|
|
Δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή. |
|
Να έχεις όσα φέρνει η μέρα η Λαμπρή. |
|
Να είσαι χαρούμενος σαν της Λαμπρής το φως. |
|
Είναι Λαμπρογεννημένος |
|
Ψηφίζω λευκό
|
|
Λεωκράτους τρόπαια. |
|
Ο Λεωνίδας και οι τριακόσιοι του |
|
Έγινε Λούης! |
|
Λουκούλλειο γεύμα |
|
Λυδία λίθος |
|
Σολομώντεια Λύση |
|
|
Αχ βρε Λαυρέντη, μόνο εγώ ήξερα τι κάθαρμα ήσουν.
|