|
Άμε να ζωγραφίσης έναν Άι – Μανώλη |
|
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα |
|
|
Απόστολος παρήγορος χασάπικης ειρήνης |
|
Ζήσε εν ειρήνη γιά νά τρώς ψωμί γλυκό!
|
|
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια |
|
Κάλλιο ξερό ψωμί μέ ειρήνη, παρά μάγγανα μέ μέλι
|
|
Όποιος ζεί μέ ειρήνη, κοιμάται αναπαυμένος!
|
|
Ρήνεια μόνοια,νά σκάσουν τά δαιμόνια |
|
Ρήνα, Ρήνα κυρά Ρήνα, πάρ' τον Καλογιάννο άντρα |
|
Κάλλιο λάχανο και ΄ρήνια πάρα ζάχαρι και γκρίνια |
|
Κάλλια χόρτα με ειρήνη, παρά ψάρια με τη γκρίνη
|
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Μωρή Ρίνα καί Κατίνα καί Σοφιά και Καταιρίνα φέρε μ' τά σαφιά μου καί τά μεταξωτά μου. - Μία έχεις κι είμαι γω. Ένα τ'όχεις κι είν' ογρό καί κρέμεται στόν καπνό
|
|
Ελένη Μπιρμπιλόχαρτη και ούγια λευκαμένη! |
|
Και η Ελενιώ τον άντρα της με τους πραματευτάδες
|
|
Κυρά Σελένη το βράδυ, βάλε σπόρο στο σακκί. Κυρά Σελένη το πωρνό, βάλε ρόβιν των βωδιών |
|
Της Πηνελόπης ο αργαλειός βελόνι της Ελένης |
|
Της Ελένης το βρακί, κρέμεται στο μπογιατσή, κάνει πάνω κάνει κάτω, όλο τσιρλιτό γεμάτο |
|
Λεν την λεν την λεν και Λέν' με λεν σου λέω, δεν σου λέγω πως με λεν |
|
Για τ' ατήν την Ελενίτσαν, για τ' ατήν αντρώς κ ευρέθεν και καρσάν κ' επελεκέθεν |
|
Άγια Λένη να λογιέσαι και να μή δοξολογιέσαι |
|
Ένδοθι την Εκάβην, έκτοθι την Ελένην |
|
Η Κοντύλω με την Λένη |
|
Έσιει κυράς Ελένης που το πωρνόν; Σφίξε τα ξεβλοράμματα. Έσιει το δείλις; Κόψε τα ζεβλοράμματα |
|
Εν το κουτσόν της αγίας Ελένης |
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Λευτεριά να κλέφτουμε, και να μη μάς πιάνουνε! |
|
Λευτεριά για να (μ') ορίζεις, λευτεριά για να με γδύσεις
|
|
Λευτεριά θα πει να μη με βλάβης, και όχι να μπορείς να κάνης τσ' όρεξαίς σου
|
|
Λευτεριά θα πει, να κάνεις τη δουλειά σου!
|
|
Λευτεριά και να με δέρνουν, χέζω μεσ' στη λευτεριά του
|
|
Λευτεριά και να με πεινάνε, χέζω μεσ' στη λευτεριά μου
|
|
Τη λευτεριά του ο άνθρωπος σα χάσει τι του μένει;
|
|
Ελεύτερος καί λεύτερη μαντήλι διπλωμένο
|
|
Η ζάχαρ' είναι ζάχαρη, τό μέλι είναι μέλι, δέν είν' ελεύθερος κανείς νά κάνη ό,τι θέλει!
|
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διπλέρι |
|
Άϊ μου Λευτέρη άρτο και διωλέρι |
|
Χα ο Λεφτέρτς, και πασιά λέγωσε 'πέατον Λεφτέρ |
|
Όποιος βόσκεται μ’ ελπίδας, αποθαίνει και της πείνας.
|
|
Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. |
|
Η ελπίδα είναι το ψωμί των φτωχών
|
|
Ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχ’ ελπίδα να πλουτίσει”
|
|
Όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα |
|
Μα η ελπίδα μιας άνοιξης ζεί και μέσα στην καρδιά του χειμώνα. |
|
Η μέρα που ο Θεός δημιούργησε την ελπίδα ήταν πιθανότατα η ίδια μέρα που δημιούργησε την Άνοιξη. |
|
Υπομονή Μανόλη, σαν υπομένουν όλοι. |
|
Με γεια Μανώλη την καμιτζόλα εφτά δραχμές είχε με χάτριζια μ' όλα |
|
Ξυπασμός, μωρέ Μανώλη |
|
Κατά το μαστρο Μανώλη και τα κοπέλια του
|
|
Κόψε πρίνο, καμ’ Αντώνη κι από κουμαργιά Μανώλη, κι αν ρωτάς και για το Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει |
|
Όρτσα Μανώλης πόντσα Μιχάλης
|
|
Το είπε κι' ο κυρ Μανώλης! |
|
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλη για να ντύσω το Μανώλη |
|
Κάνω 'γω κι ας είναι σκόλ' για να ντύσου του Μανώλ' ...
(σε μερικές περιπτώσεις συμπληρώνεται με)
...π' ο φορεί καθόλ' βρακί, |
|
Θύμωσε (Άλλαξε) ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς |
|
Ο Μανώλης με τα λόγια, χτίζει ανώγεια και κατώγεια. (κι εκατό παραθυράκια) |
|
Αλλαξε ὁ Μανολιὸς κι ἔβαλε το βρακί του ἀλλιῶς. |
|
Κόψε ξύλο κάνε Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση (ή Μανόλη) κι αν ρωτήσεις και το Γιάννη, ό, τι ξύλο θέλεις (έχεις) κάνει. |
|
Κόψε κέδρο κάμε Αντώνη, κι από πλάτανο Μανώλη, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει. |
|
Άλλαξεν η χήνα τα 'εβαλ' οδ' εκείνα, άλλαξεν η πάπια κι' έβαλε τα σάπια, άλλαξε κι' ο Μαγαλιός κι' έβαλε την κάππα αλλεώς |
|
Έσέ τα λέω, Μανώλη, για να τ' ακούνε όλοι
|
|
Α λαλήσ' κι' α δε λαλήσ' κ'δούνια τάχ' η Μανωλής |
|
Θα γίνη του Κουτρούλ' το πανηγύρι και του Μανώλ' ο γάμος
|
|
Αδελφή Εμμανουέλλα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Μανουελίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Μανουέλλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Μανουέλλας κουταμάρες |
|
Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. |
|
Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά |
|
Άδε νουν για πίσκοπον! |
|
Α δεν ορίζη ο πίσκοπος, ποιος διάολος ειν' που ορίζει; |
|
Όπου τοβ Βάτον, βάδωννε
όπου μητέραν, φεύκε,
τζ’ όπου τομ πελλοπίφανον
μπήε τη στύπαν μέσα
(Κύπρος)
|
|
Αδελφή Εριφύλη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εριφυλίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εριφύλη και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εριφύλης κουταμάρες = Ειρωνικά
|
|
Αν σμίξουν τα Δεματορά με το καϊμένο Ρίφι, τότες θενα συγκάνουνε η πεθερά κι η νύφη |
|
Η Μάρω μένει στα βουνά κι ο Γιάννος πάει στους κάμπους |
|
Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού |
|
Ο βήχας, ο έρωτας και ο παράς (τα λεφτά) δεν κρύβονται. |
|
Και πούθεμ μπου Ρωτόκριτος, και πούθεμ που Αρετούσα |
|
Γαμώ το μουνί της Εύας |
|
Αν εγελάστηκε ως κι ο Αδάμ, είναι που ήταν η Εύα ! |
|
Εύα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Εύα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εύας κουταμάρες |
|
Η γυναίκα είναι Εύα, σε γελά κάθε μέρα
|
|
Οι γυναίκες είναι Εύες (πονηρές)
|
|
Κανένας δεν υπάρχει που να μην έχει πάρει μυρουδιά από τον Αδάμ κι από τα μεσοφούστανα της Εύας. |
|
Αδελφέ Εύα, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Ο Γιαννος και η Βαγγελιω σε ενα σχολειό πηγαινουν!
|
|
Άμα υπάρχει το λιλί, χορεύει και η Βαγγελή |
|
Καλώς τον κύριο Ευάγγελο που ‘χει την τρίχα κάγκελο |
|
Σκίσε με Βαγγέλη και πέτα με στ΄ αμπέλι |
|
Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.
|
|
Στάζει μέλι η πούτσα του Βαγγέλη. |
|
Κόψε ξύλο κάμε Σπύρο, κι από κουτσουπιά Βαγγέλη, κι α ρωτάς και για το Γιάννη/ ό,τι ξύλο βάνεις κάνει (πιάνει)
|
|
Βαγγέλη, βαγγελίσετε, σιτάρια σηκωθήτε ( ξεπαχνάσετε )
|
|
Αδελφέ Ευγένιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι. |
|
Ευγενάκη, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευγένης και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευγένη κουταμάρες |
|
Στις καστανιές του Παπαλιώνη κλαίει η Βγένω και δεν μορώνει…(Αντρώνι) |
|
Η ευγένεια δεν πωλείται στο παζάρι
|
|
Απού το καλαμοβράκι του τρέχ΄η ευγένεια |
|
Ευγένεια μένει παντού και πάντοτε ευγένεια
|
|
Η ευγένεια ούτε πουλιέται ούτε εξαγοράζεται |
|
Ευδοκίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ευδοκώ και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευδοκίας κουταμάρες |
|
Ο κόσμος εκαιούνταν κι η Ευδοκία ευλογούνταν
|
|
Αδελφή Εδοκία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη |
|
Θύμωσε η Θυμιώ και ξύπνησε το πρωί με θυμό. |
|
Αδελφή Ευμορφία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Μορφούλα,από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Ομορφούλα και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Ευμορφίας κουταμάρες
|
|
Στόλιζε το κούτσουρο, να ιδής την ευμορφιά του |
|
Η νύφη μας την ευμορφιά στην κεαλή την έχει |
|
Ευσταθίτσα, από που φυσάν οι μύλοι;
|
|
Στάθω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Σταθούλας κουταμάρες
|
|
Αδελφή Ευσταθία, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Η μόρφωση τον ευτυχή στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει. |
|
Η ευτυχία έχει κατοικήριο τη ψυχή και δεν βρίσκεται στα χρήματα ή στα βοσκοτόπια |
|
Στην ευτυχία έχεις πολλούς, στη δυστυχία κανέναν. |
|
Σαν κυνηγάς την ευτυχία, να σηκώνεσαι νωρίς. |
|
Μη γυρεύεις την ευτυχία. Έρχεται μόνη της. |
|
Η ευτυχία μοιάζει με χειμωνιάτικο ήλιο. Ανατέλλει αργά και δύει νωρίς. |
|
Η ευτυχία με τη δυστυχία σ’ ένα έλκηθρο ταξιδεύουν (Ρώσικη) |
|
Η ευτυχία έχει ανησυχίες και η δυστυχία ελπίδες. |
|
Η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να το’χεις. |
|
Η ευτυχία είναι διάλειμμα της δυστυχίας. |
|
Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να θέλεις αυτό που κάνεις. |
|
Τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία |
|
Ή σε πήρα ή με πήρες, επαρθήκαμε, Φροσύνη μου |
|
Χόρευγε Μαριά και Ρήνη χόρευγε κ’ εσύ Φροσύνη |
|
Γι' αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη
|
|
Αδελφή Ευφροσύνη, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Φροσούλα, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Φρόσω και μυαλό, καβούροι με φτερούγες |
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Φρόσας κουταμάρες |
|
Αδελφέ Εφρέμιε, τώρα τον Γενάρη, οι δυο ένας γίνονται κι ο μοναχός κουβάρι.
|
|
Εφρεμούλη, από που φυσάν οι μύλοι; |
|
Εφρεμάκος και μυαλό, καβούροι με φτερούγες
|
|
Εκ στόματος κοράκου, κρα, εκ στόματος γαϊδαρου, γκα, κι εκ στόματος Εφρέμη κουταμάρες
|
|
|
Τη μέρα που η δύναμη της αγάπης θα υπερνικήσει την αγάπη της δύναμης, ο κόσμος θα γνωρίσει την ειρήνη.
Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός στοχαστής και ακτιβιστής |
|
Να διδάξουμε στα παιδιά μας την ειρήνη, αλλιώς κάποιος άλλος θα τους διδάξει τη βία. |
|
Θ’ Ελέναν; επεί πρεπόντως ελέναυς, έλανδρος, ελέπτολις.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Τόση ελευθερία στην τέχνη για να κάνουμε τόσο λίγα! |
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Ο σπόρος μέσα στη γη είναι ζωή. Στα χέρια των καλλιεργητών ελευθερία |
|
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα |
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Η Ελλάδα δεν γνώρισε τίποτε [ή κανέναν] άξιο εμπιστοσύνης.
|
|
Πιστόν Ελλάς οίδεν ουδέν.
Ευριπίδης, 480-406 π.Χ., Αρχαίος τραγικός (Ιφιγένεια εν Ταύροις) |
|
Ο αγρότης, ο ψαράς, ο άνθρωπος του χωριού, είναι γεννημένοι πρίγκιπες. Αλλά όσο ο Έλληνας προχωρεί προς την πόλη, μαθαίνει το συμφέρον, τα λεφτά, την κομπίνα. Χάνει τις αξίες του και γίνεται λούστρος.
Ελένη Βλάχου, 1911-1995, Δημοσιογράφος & εκδότρια |
|
Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.
|
|
Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μου ασκούσαν πάντα μια μαγεία. Ελλάδα, ελευθερία, ελπίδα και μια Ελένη που ερωτεύτηκα. |
|
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
|
|
Η επιστήμη μας έκανε θεούς πριν να γίνουμε άξιοι να είμαστε άνθρωποι. |
|
Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες.
Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963
(από την ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ) |
|
Αίσωπος
Ζητών Ερμήν γλύψαι, Κέκροπα έγλυψα.
|
|
Η Εκκλησία, μην μπορώντας να καταργήσει τον έρωτα, θέλησε τουλάχιστον να τον απολυμάνει: επινόησε το γάμο
Charles Baudelaire |
|
Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα. |
|
Ιά τη χάρη τσ' Ευγαγγελίστρας πρέπει ν' αοράσης ψάρι να φας, κι α δεν έχης ν' αοράσης, να κλέψης να φας. Α δε μπορης να κλέψης, νάβρης μες στη ρύμνη ένα gοκκαλάκι να το γλείψης |
|
Θαλής ο Μιλήσιος
Τις ευδαίμων; Ο το μεν σώμα υγιής, την δε ψυχήν εύπορος, την δε φύσιν ευπαίδευτος. |
|
Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία |
|
Να δίνει κανείς την ευθυμία στους άλλους, είναι η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στους ομοίους του. Ένα καλό γέλιο είναι λιακάδα μέσα στο σπίτι |
|
Εὔμαιε, τὸ σοφόν ἐστιν οὐ καθ' ἓν μόνον |
|
Πλάτων
Σοφός Σοφοκλής, σοφότερος Ευριπίδης, ανδρών δ’ απάντων Σωκράτης σοφότατος. |
|
Εδιδάχθη Ηρακλής αρματηλατείν μεν υπό Αμφιτρύωνος, παλαίειν δε υπό του Αυτολύκου, τοξεύειν δε υπό Ευρύτου. |
|
Nemo malus felix
Γιουβενάλης, 1ος-2ος αι. μ.Χ.,
Ρωμαίος σατιρικός ποιητής |
|
Αν θέλαμε απλώς να ήμασταν ευτυχισμένοι, θα ήταν εύκολο. Αλλά θέλουμε να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους και αυτό -σχεδόν πάντα- είναι δύσκολο, μιας και τους νομίζουμε πιο ευτυχισμένους από ό,τι είναι.
Μοντεσκιέ, 1689-1755, Γάλλος στοχαστής |
|
Ευτυχίαν εύχου |
|
|
Ελπίδα αίνει |
|
Ελπίδα αίνει |
|
|
Ξύπνησε ο Εγκέλαδος! |
|
Στο έλεος του Θού και της Παναγίας |
|
Αφήνεται, εγκαταλείπεται ή βρίσκεται στο έλεος κάποιου
|
|
Έλεος! |
|
Αμάν Ελένη, καυγάς θα γένη
|
|
Το ζωνάριν της Αγίας Ελένης |
|
Ελένας το καρύδ (καρδιά) |
|
Ελευθερία ή θάνατος
|
|
Έγιν' ο τόπος ελευθέρα Κέρκυρα
|
|
Λευτεριά εί' να μη σέ κλέφτουν
|
|
Λευτεριά εί' να μη σού πέρνουν
|
|
Ποιος πουλεί τη λευτεριά του!
|
|
Λευτέρη Λευτεράκη θα ρθώ να σου τα ψάλλω ένα χεράκι.
|
|
Λευτέρη Λευτέρη σε εχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι |
|
Θα σου δείξω εγώ Ζαμπέτα, πώς την παίζουν την τρουμπέτα. |
|
Και με τι ακριβώς ασχολείστε; |
|
Χρυσή Λίρα Νέας κοπής (Ελισάβετ 1974 και μεταγενέστερα)
|
|
Χρυσή Λίρα Παλαιάς κοπής (Ελισάβετ 1973, 1974 και προγενέστερα) |
|
Από των Ελλήνων τον καιρό |
|
Έλληνες αεί παίδες. |
|
Χάνω τις ελπίδες μου
|
|
Σύμφωνα με τις ελπίδες / προσδοκίες |
|
Παρ' ελπίδα |
|
Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
Τι είναι το πιο συνηθισμένο; η ελπίδα. ακόμα και όλα έχουν χαθεί, αυτή μένει. |
|
Είναι κουτομανώλης |
|
Είσαι τέλεια Μανολιώ
|
|
Ενδυμίωνος ύπνος |
|
Εξώλης και προώλης |
|
Επιμενίδειος ύπνος
ή
Επιμενίδου ύπνος
|
|
Μήλον της Έριδος |
|
Έριν μίσει |
|
Είσαι τέλεια Φούλα
|
|
Ούτε ούτος Ερμής, ούτε ούτος Ηρακλής |
|
Ο έρωτας είναι τυφλός. |
|
Ο έρως χρόνια δεν κοιτά |
|
Εις υγείαν των ερώτων, το ποτήριον το πρώτον. |
|
Aνέσπερο φως |
|
Εωθινός, εωθινή, εωθινό |
|
Είσαι τέλεια Εύα
|
|
Είναι για τη Βγαγγελίστρα! |
|
Έχει δαγκώσει βαγγέλιο |
|
Το ροκάνισε το Βαγγέλιο
|
|
Είν' αλλουνού παπά Βαγγέλη |
|
Την προίκισαν του Τζέλιου το λιναρι |
|
Εμέν λαλούν με Ευαλλούν, σήμερα δα τζι' άρκον (αύριον) αλλού. |
|
Ευοί-ευάν. |
|
Είσαι τέλεια Φκενής
|
|
Ἐξ εὐγενῶν γέννα
|
|
Εὐγένειαν ἄσκει
|
|
Φυσικόν είναι κι΄η ευγένεια |
|
Είσαι τέλεια Βδοκού
|
|
Αν η ομοφυλοφιλία ήταν φυσιολογική, θα έφτιαχνε τον Αδάμ και τον Εύη. |
|
Είσαι τέλεια Μορφώ
|
|
Σιγνινος οίνος |
|
Είσαι τέλεια Σταθού
|
|
Ευφημίαν άσκει |
|
Εύφημος ίσθι |
|
Η καλοκαιριά ευφραίνει την καρδιά |
|
Φρόνησιν άσκει |
|
Σώας τας φρένας |
|
Τέρπου και ευφραίνου |
|
Οίνος ευφραίνει καρδίαν (ανθρώπου ή ανθρώπων) |
|
Είσαι τέλεια Φροσού
|
|
Σώας τας φρένας |
|
Είσαι τέλεια Εφρεμής
|
|
|
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθεί·
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο (παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων).
|
|
Καλύτερα να πεθαίνει κανείς όπως ο Έκτορας στη μάχη, παρά να ζει σαν παρφουμαρισμένος Πάρις βάζοντάς το στα πόδια |
|
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά κ' φυλακή
|
|
Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς |
|
Ελπίς εν ενθρώπισι μούνη θεός εσθλή |
|
Ερως ανίκατε μάχαν.
|
|
Έμπλησον Αγνή, ευφροσύνης (την καρδίαν μου) |
|
|
Τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
|
|
“Aστὴρ πρὶν μὲν ἔλαμπες ἐνὶ ζωοῖσιν ἑῷος,
νῦν δὲ θανὼν λάμπεις ἕσπερος ἐν φθιμένοις.»
Επίγραμμα Πλάτωνα.
|